προχειριζομαι

προχειριζομαι
    προχειρίζομαι
    προ-χειρίζομαι
    (fut. προχειριοῦμαι)
    1) заранее приготовлять, готовить
    

(τέν οὐσίαν Arph.; ἐσθῆτα Luc.; τὰς ῥήσεις Plut.)

    π. δύναμιν Dem. — готовить вооруженные силы

    2) заранее избирать, назначать
    

(οἱ προχειρισθέντες ὑπό τινος ἀντιστράτηγοι Polyb.; π. τινα ἐπί τι Dem., πρός τι Polyb.; π. ἐπί τινι Plut. и τινά τινα NT.)

    τὰ προκεχειρισμένα τινὴ στρατόπεδα Polyb. — заранее предназначенные для кого-л. лагери

    3) предварительно рассматривать, заранее исследовать
    

(τι и περί τινος Arst.)

    4) лог. выставлять, приводить
    

ἐπὴ παραδείγματος π. Arst. — выставлять в виде примера;

    τὰ καθ΄ ἕκαστα προχειριζόμενα Arst. — отдельные положения


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προχειριζομαι" в других словарях:

  • προχειρίζομαι — προχειρίζω make pres ind mp 1st sg προχειρίζω make pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρίζω — ΝΜΑ [πρόχειρος] 1. διορίζω, εγκαθιστώ σε αξίωμα (α. [με ειρων. σημ.] «προχειρίστηκε πρόεδρος τής Δημοκρατίας» β. «προχειρίζεται εἰς βασιλέα Λέων τις», Θεόδ. Αναγν. γ. «προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι», Πολ. δ. «προχειρίζειν τινὰ δικτάτορα», Δίων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»